Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012


“It’s funny how sometimes the people we remember the least make the greatest impression on us.”
                                         -Benjamin Button, The Curious Case Of Benjamin Button 

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

"Ο Γυάλινος κόσμος" - "The Glass Menagerie"

   Υπάρχει λόγος που το θεατρικό έργο "Ο Γυάλινος κόσμος' με αγγίζει. Το "γυάλινο θηριοτροφείο", όπως το ονομάζουν στο έργο, οι συζητήσεις... μου είναι όλα γνώριμα. Σαν μνήμες από μια προηγούμενη ζωή. Μια προηγούμενη ζωή που ήμουνα μικρό παιδί και η γιαγιά μου -πριν αρρωστήσει- διατηρούσε μια συλλογή από κρυστάλλινα ζωάκια. Λες και βλέπω ξεθωριασμένη ταινία θυμάμαι την γυάλινη προθήκη με όλων των ειδών σχήματα και χρώματα κρύσταλλα. Το αγαπημένο της ήταν ένα δίχρωμο πάντα.
   Ο αδερφός μου και εγώ συνηθίζαμε να παίζουμε με αυτά τα απογεύματα. Καθόμασταν στο μεγάλο τραπέζι -αυτό της τραπεζαρίας- και η γιαγιά μου, έπειτα από παρακάλια, έβγαζε σιγά σιγά, έναν έναν τους πολύτιμους θησαυρούς της. "Προσέξτε, μη σπάσετε τίποτα" θα έλεγε κάθε φορά -κυρίως σε μένα γιατί στον αδερφό μου έδειχνε τόση εμπιστοσύνη όση και η αδυναμία που του είχε. Και κάθε φορά έπειτα από πολλά ξεφωνητά και παρεμβάσεις της γιαγιάς μου, χωρίζαμε τις κρυστάλλινες μορφές σε δύο στρατούς : του αδερφού μου και τον δικό μου.
   Μια φορά όμως -θες γιατί δεν δίναμε πια τόση σημασία, θες γιατί ήμασταν μικρά παιδιά- ο αδερφός μου έριξε κάτω μια αλεπού. Αυτή η αλεπού είχε μια φουντωτή κρυστάλλινη ουρίτσα που γυρνούσε προς τα μπρός και αγκάλιαζε τα πίσω της πόδια. Πριν καλά καλά η αλεπού ακουμπίσει το πάτωμα, έπεσε στο δωμάτιο σιγή. Σε αυτό το σημείο η μνήμη μου θολώνει. Είναι συνήθεια μου να διαγράφω τις φωνές και τις γκρίνιες και να θυμάμαι μόνο τα ευχάριστα. Η γιαγιά μου φυσικά θύμωσε, φώναξε αλλά στη συνέχεια μαλάκωσε και ησύχασε. Άλλωστε, φταίχτης ήτανε ο αγαπημένος της εγγονός, και πόσο πια να του θυμώσει;
   Η καημένη η αλεπού όμως είχε μείνει στο εντωμεταξύ δίχως ουρά. Τότε θυμάμαι είχα γελάσει σιγάνα καθώς είχα θυμηθεί τον μύθο του Αισώπου με την κολοβή αλεπού. Η γιαγιά μου όμως, αμέσως πήρε το σωληνάριο με τη δυνατή κόλλα και κόλλησε στην κρυστάλλινη αλεπού την ουρά της. Αυτό όμως που δεν είχε προβλέψει η γιαγιά μου ήταν πως η κόλλα μόλις στέγνωνε θα κιτρίνιζε κιόλας. Έτσι, η μέχρι πρότεινος αψεγάδιαστη αλεπού έμεινε με ένα κίτρινο σημάδι να μας θυμίζει ότι αν δεν προσέχουμε, όλα τα όμορφα μπορούν να χαλάσουν, να σπάσουν.
   Με τον καιρό μεγαλώσαμε και σταματήσαμε να ασχολούμαστε με τη συλλογή της γιαγιάς. Είχε αρρωστήσει και εκείνη και μας φαινόταν περίεργο, ξένο, να ανοίγουμε μόνοι μας τη γυάλινη προθήκη χωρίς το άγρυπνο βλέμμα της πάνω μας. Αφότου πέθανε, κανείς δεν την ξανάγγιξε. Με τον αδερφό μου αποφεύγαμε να την ακουμπάμε και έτσι έμεινε με τον καιρό σκονισμένη, κρεμασμένη στον τοίχο της τραπεζαρίας...
Montreux

A streetcar named Desire

(Blanche)”He was a boy, just a boy, when I was a very young girl. When I was sixteen, I made the discovery—love. All at once and much, much too completely. It was like you suddenly turned a blinding light on something that had always been half in shadow, that’s how it struck the world for me. But I was unlucky. Deluded. There was somethign different about the boy, a nervousness, a softness and tenderness which wasn’t like a man’s, although he wasn’t the least bit effeminate looking—still—that thing was there…He came to me for help. I didn’t know that. I didn’t find out anything till after our marriage when we’d run away and come back and all I knew was I’d failed in him in some mysterious way adn wans’t able to give the help he needed but couldn’t speak of! He was in the quicksands and clutching at me—but I wasn’t holding him out, I was slipping in with him! I didn’t know that. I didn’t know anything except I loved him unendurably but without being ablle to help him or myself. Then I found out. In the worst of all possible ways. By coming suddenly into a room that I though was empty—which wans’t empty, but had two people in it…the boy I had married and an older man who had been his friend for years…